- υπογαστρίς
- -ίδος, ἡ, Ατο υπογάστριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + γαστήρ, γαστρός + επίθημα -ίς, -ίδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπογαστρίδας — ὑπογαστρίς paunch fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)